ακουστικό(ν)

ακουστικό(ν)
τό
1) слуховая трубка; наушник;

ακουστικό(ν) (τηλεφώνου) — телефонная трубка;

2) мед. стетоскоп; фонендоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακουστικό(ν)" в других словарях:

  • ακουστικό — το τεχνολ. μικρό μεγάφωνο* που λειτουργεί σε στενή επαφή με το αφτί και συγκρατείται στο κεφάλι με ειδική ταινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. ακουστικός απόδοση στα ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. earphone] …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό ομ — Μονάδα ακουστικής αντίστασης, που ανήκει στο μετρικό σύστημα ΜΚS (μέτρο, κιλό, δευτερόλεπτο), και εκφράζει το μέγεθος ηχητικής πίεσης 1 μικρομπάρ, που προκαλεί ταχύτητα όγκου ίση με 1 κ. εκ. ανά δευτ …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό — το 1. ηλεκτρακουστική συσκευή που χρησιμοποιείται από τους βαρήκοους. 2. συσκευή η οποία μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα σε ήχο. 3. ιατρικό εργαλείο που αποτελείται από μικρή χοάνη προσαρμοσμένη σε δυο λαστιχένιους σωλήνες που τα άκρα τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικό νευρίνωμα — Καλοήθης όγκος του ακουστικού νεύρου …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό νεύρο — Τμήμα του κρανιακού νεύρου, που συνδέει τα αφτιά με τον εγκέφαλο. Μεταβιβάζει σήματα που σχετίζονται με την ακοή …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό τύμπανο — Λεπτή μεμβράνη σχήματος οβάλ, που χωρίζει το μέσο αφτί από το έξω και η οποία μεταδίδει τα ηχητικά κύματα …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό φράγμα — Ομάδα αντικειμένων, π.χ. ράβδοι ίσου μεγέθους, που είναι τοποθετημένα στη σειρά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απόσταση μεταξύ τους να είναι σταθερή. Το α.φ. έχει ανάλογες ιδιότητες με το οπτικό φράγμα περίθλασης. Όταν ένα ηχητικό κύμα πέσει πάνω στο… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»